οδηγησις

οδηγησις
    ὁδήγησις
    ὁδ-ήγησις
    -εως ἥ указывание дороги, провожание Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οδηγησις" в других словарях:

  • ὁδήγησις — guiding fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγήσει — ὁδήγησις guiding fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὁδηγήσεϊ , ὁδήγησις guiding fem dat sg (epic) ὁδήγησις guiding fem dat sg (attic ionic) ὁδηγέω lead aor subj act 3rd sg (epic) ὁδηγέω lead fut ind mid 2nd sg ὁδηγέω lead fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγήσεις — ὁδήγησις guiding fem nom/voc pl (attic epic) ὁδήγησις guiding fem nom/acc pl (attic) ὁδηγέω lead aor subj act 2nd sg (epic) ὁδηγέω lead fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγήση — ὁδήγησις guiding fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδήγηση — η (ΑΜ ὁδήγησις) [οδηγώ] η υπόδειξη τής οδού τής πορείας, το να οδηγεί κανείς νεοελλ. ικανότητα να κινεί και να χειρίζεται κανείς ένα τροχοφόρο («άδεια οδήγησης αυτοκινήτου») …   Dictionary of Greek

  • οδηγησία — ὁδηνησία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) οδήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδήγησις, κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • ὁδηγήσεως — ὁδηγήσεω̆ς , ὁδήγησις guiding fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγήσῃ — ὁδηγήσηι , ὁδήγησις guiding fem dat sg (epic) ὁδηγέω lead aor subj mid 2nd sg ὁδηγέω lead aor subj act 3rd sg ὁδηγέω lead fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»